ζουμάτος
Смотреть что такое "ζουμάτος" в других словарях:
ζουμάτος — η, ο αυτός που περιέχει χυμό, ζουμί, ο ζουμερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζουμί + κατάλ. άτος (πρβλ. ξιδ άτος, πιπερ άτος)] … Dictionary of Greek
ζουμάτος — η, ο αυτός που περιέχει χυμό, ζουμί, ο ζουμερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζουμί + κατάλ. άτος (πρβλ. ξιδ άτος, πιπερ άτος)] … Dictionary of Greek